αγγάστρωτος

αγγάστρωτος
-η, -ο
εκείνος που δεν γκαστρώθηκε, δεν έμεινε έγκυος: Τη στενοχωρούσε που χρόνια παντρεμένη έμενε αγγάστρωτη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αγγάστρωτος — η, ο (για γυναίκες και ζώα) αυτή που δεν έμεινε έγκυος, που δεν συνέλαβε. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + γγαστρώνω] …   Dictionary of Greek

  • αγκάστρωτος — η, ο αγγάστρωτος* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”